- αιθρηγενέτης
- αἰθρηγενέτης, ο (Α)αυτός που γεννήθηκε στην αιθρία, στον καθαρό ουρανό.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθρη + γενέτης < γίγνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰθρηγενέτης — αἰθρηγενής borninclear sky masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθρηγενής — αἰθρηγενής, ές (Α) ο αιθρηγενέτης … Dictionary of Greek
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek